- καταλιπαρώ
- καταλιπαρῶ, -έω (Α)παρακαλώ θερμά, ικετεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαρώ — λιπαρῶ, έω (Α) 1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου 3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον … Dictionary of Greek
προκαταλιπαρώ — έω, Μ παρακαλώ θερμά, εκλιπαρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλιπαρῶ «παρακαλώ θερμά, ικετεύω»] … Dictionary of Greek
προσκαταλιπαρώ — έω, Μ εκλιπαρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλιπαρῶ «παρακαλώ θερμά, ικετεύω»] … Dictionary of Greek